πρασινίτες

πρασινίτες
οι, Ν
μεταμορφωμένα σχιστολιθικά πετρώματα που αποτελούνται από αλβίτη, ζωισίτη, επίδοτο, χλωρίτη και μερικές φορές κεροστίλβη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δυναμομεταμόρφωση — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωλογία για να περιγράψει τις βαθιές οριστικές μεταβολές που προκαλούνται στα πετρώματα της επιζώνης της λιθόσφαιρας και οφείλονται κατά κύριο λόγο στον παράγοντα πίεση, η οποία προκαλείται ως συνέπεια των ισχυρών… …   Dictionary of Greek

  • λιάσιο — Γεωλογική υποπερίοδος της ιουρασικής περιόδου του μεσοζωικού αιώνα, η οποία ονομάζεται επίσης και κατώτερο ιουρασικό. Το λ. αντιπροσωπεύεται λιθολογικά από ασβεστόλιθους, από μαργαϊκούς ασβεστόλιθους και από μάργες, ενώ χαρακτηρίζεται από… …   Dictionary of Greek

  • πρασινόλιθος — ο, Ν (πετρογρ.) 1. λεπτοκοκκώδης διορίτης χρώματος ανοικτού πράσινου 2. στον πληθ. οι πρασινόλιθοι μεταμορφωμένα σχιστολιθικά πετρώματα, παρόμοια με τους πρασινίτες, από τους οποίους διαφέρουν στο ότι περιέχουν ελάχιστο αλβίτη …   Dictionary of Greek

  • διαβάσης — Έκχυτο πυριγενές πέτρωμα της οικογένειας των διαβασών, μελαφυρών και βασαλτών. Είναι χονδροκοκκώδες έως λεπτοκοκκώδες πέτρωμα. Παλαιότερα θεωρούσαν ότι οι δ. ήταν παλαιοηφαιστειακοί σχηματισμοί που δημιουργήθηκαν στις αρχές του παλαιοζωικού αιώνα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”